1. Εισαγωγή στην Ιπποσύνη και τα Ιπποτικά Τάγματα

"Όταν εξαφανίστηκαν από τον κόσμο η πιστότητα, η δικαιοσύνη, η αλήθεια και άρχισαν να κυριαρχούν το μίσος, η δολιότητα, η προσβολή, το ψέμα, εμφανίστηκε η Ιπποσύνη" γράφει το 1276 μχ ο σημαντικός φιλόσοφος και Ιππότης Ραμόν Λιούλ (1232-1316 μχ) στο «Βιβλίο της Ιπποσύνης».

Το αρχέτυπο του Ιππότη συναντάται σε κάθε κοινωνία που έχει παράδοση ηρωισμών και θυσιών (ο Αχιλλέας στην Ελληνική, ο Ξατρίγυα στην Ινδική, οι Σαμουράι στην Ιαπωνική, ο Άγιος Γεώργιος στην χριστιανική, ο Αρθούρος στην Βρεταννική, ο Διγενής Ακρίτας στην Βυζαντινή).
Ο Ιππότης είναι διαχρονικά ο υπερασπιστής των βασικών κοινωνικών αξιών της πιστότητας, της δικαιοσύνης, της αλήθειας... Διαθέτει προσωπικές αρετές (αφοσίωση, σύνεση, καλλιέργεια, σωματική ρώμη) και έτσι εξυπηρετεί το σύνολο, το οποίο στηρίζεται στο άτομο. Συνδυάζει το αρρενωπό ιδεώδες (που εκφράζεται με την πολεμική αρετή) με την ψυχική ανωτερότητα.
Ετυμολογικά η λέξη «Ιππότης» σημαίνει «έφιππος πολεμιστής» και συναντάται πρώτη φορά στον Όμηρο ( Ιλιάδα, στοίχος 112, «Τον δ’ ημειβητ’ έπειτα Γερήνιος ιππότα Νέστωρ) δηλαδή αυτά είπε ο Ιππότης Νέστωρ.
Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η ίδια λέξη (ιππείς) σήμαινε και τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης εφόσον έπρεπε να έχουν μια ορισμένη περιουσία όσοι υπηρετούσαν έφιπποι στο στρατό. Έτσι, στην αρχαία Αθήνα, οι ιππείς αποτελούσαν τη δεύτερη τάξη στην κοινωνική ιεραρχία σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνος (αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα), ενώ στη Ρώμη οι equites που πρωτοεμφανίστηκαν τον 3ο π.Χ. αιώνα απετέλεσαν ενδιάμεση τάξη μεταξύ ευγενών και λαού.
Στα Γαλλικά και στα Ιταλικά ο Ιππότης λέγεται Chevalier και Cavallieri αντίστοιχα δηλαδή καβαλάρης ενώ στα αγγλικά Knight από το σαξωνικό Knecht, που σημαίνει υπηρέτης ή «αυτός που υπηρετεί».
Ο θεσμός της Ιπποσύνης αποτελούσε ένα πλέγμα θρησκευτικών, κοινωνικών και ηθικών αξιών, σε συνδυασμό με τον στρατιωτικό χαρακτήρα του θεσμού. Τα πρώτα στίγματα της γέννησής του χρονολογούνται περίπου την περίοδο του 8ου και 9ου αιώνα. Ο θεσμός, άτυπα τουλάχιστον, ξεκίνησε από τον σπουδαίο μονάρχη Καρλομάγνο ή Κάρολο Α’ της δυναστείας των Καρολιδών, που την περίοδο εκείνη ήταν βασιλέας των Φράγκων και εν συνεχεία, αποτέλεσε τον ιδρυτή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, στην Ευρώπη κυριαρχούσε το φεουδαρχικό σύστημα, καθώς για την εποχή ήταν το μόνο σύστημα με το οποίο θα μπορούσε να διατηρηθεί μια συνοχή, αλλά και να γίνεται ο διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων. Οι κοινωνικές τάξεις χωρίζονταν ως εξής:
στην κορυφή ανήκαν οι Μονάρχες, έπειτα ακολουθούσαν
Αυτοί που προσεύχονταν, δηλαδή ο Κλήρος, μετά
Οι υπερασπιστές του βασιλείου δηλαδή οι Ευγενείς και οι Ιππότες
Οι λοιποί Αξιωματούχοι και τέλος
Αυτοί που εργάζονταν δηλαδή, Οι Τεχνίτες, Εργάτες και Αγρότες.
Τους υπερασπιστές του βασιλείου αποτελούσαν άνδρες, οι οποίοι συνήθως πολεμούσαν έφιπποι (chevalerie) και κατά κύριο λόγο ήταν υποτελείς σε κάποιον μονάρχη (ή ευγενή) και ιδιοκτήτη γης. Ο πολεμιστής, αφού έδινε όρκους πίστης και αφοσίωσης (γινόταν, δηλαδή, βασσάλος, στα αγγλικά “vassal”) μπροστά στον μονάρχη και ορκιζόμενος στα θεία να τον υπερασπιστεί, σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του λάμβανε μια έκταση γης για να την αξιοποιήσει με τον τρόπο που επιθυμούσε.
Οι έφιπποι αυτοί πολεμιστές έγιναν σύμβολο δύναμης και εξουσίας, καθώς ήταν σεβαστοί τόσο από τους δουλοπάροικους αγρότες όσο και τους μονάρχες, τους οποίους υπηρετούσαν. Τον 10ο αιώνα πλέον ο θεσμός του Ιπποτισμού άρχισε να ριζώνει για τα καλά σε όλα τα μεσαιωνικά βασίλεια της Αγγλίας, της Γερμανίας της Γαλλίας, αλλά και της νότιας Ιταλίας.
Ο ιπποτικός τίτλος δεν ήταν κληρονομικός και εαν αναφερθούμε στη Βρετανία το πρόθεμα “sir”, που χαρακτηρίζει τον ιππότη, δεν έμπαινε στο επώνυμό, όπως συμβαίνει σε άλλους τίτλους ευγενείας, αλλά στο χριστιανικό όνομα (π.χ. λέμε Sir Arthur Conan Doyle, αλλά Alfred, Lord Tennyson).


Η σημαντικότερη περίοδος των Ιπποτών είναι οι Σταυροφορίες και τα οργανωμένα Ιπποτικά Τάγματα που δημιουργήθηκαν.
Η ιδέα των Σταυροφοριών γεννήθηκε στη Δυτική Ευρώπη στη διάρκεια του 11ου αι. και προήλθε από το συνδυασμό δύο βασικών παραγόντων:
1. της αναβίωσης της αρχαίας παράδοσης των προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους στη διάρκεια του 10ου αι. και των ωμοτήτων σε βάρος των προσκυνητών από την πλευρά των Αράβων και των Τούρκων και
2. της απειλής της εξάπλωσης του αραβικού/ισλαμικού στοιχείου μέσω της Ιβηρικής και Βαλκανικής χερσονήσου σε όλη την Ευρώπη.
φυσικό επακόλουθο των παραπάνω ήταν να αναπτυχθεί ένα στρατιωτικό σύστημα το οποίο διεπόταν από θρησκευτικές αρχές όπως το “militia Christi”, δηλαδή το «μάχεσθαι στην υπηρεσία του Θεού»
Το 1095 ο Πάπας Ουρβανός Β΄ κήρυξε την Α΄ Σταυροφορία με δηλωμένο στόχο την αποκατάσταση της πρόσβασης των Χριστιανών στους Άγιους Τόπους, μέσα και γύρω από την Ιερουσαλήμ. Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ το 1099, και ίδρυσαν τις δικές τους ηγεμονίες στην Ανατολή. Η δύναμή τους, όμως, δεν ήταν ποτέ πολύ μεγάλη, καθώς αποτελούσαν την μειοψηφία του πληθυσμού, και σταδιακά βρέθηκαν σε θέση άμυνας.
Τους δύο αιώνες που παρέμειναν στην περιοχή επωφελήθηκαν και αυτά που έμαθαν, τα διέδωσαν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, στις πατρίδες τους. Έμαθαν τον αραβικό πολιτισμό, εκτίμησαν την ιατρική και πολλοί από αυτούς στα κάστρα τους ζούσαν σαν μουσουλμάνοι, φορώντας ανατολίτικα ρούχα, κάνοντας λουτρά και γευόμενοι την ανατολίτικη κουζίνα. Καλλιεργήθηκαν πνευματικά και έγιναν πραγματικοί ευγενείς άρχοντες. Βελτίωσαν και αυτοί με τη σειρά τους τις πολεμικές τους μεθόδους αλλά τελικά εκδιώχθηκαν από την Ανατολή.
Την εποχή εκείνη ιδρύθηκαν 3 θρησκευτικά-πολεμικά τάγματα που θα επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία των σταυροφοριών. Αυτά ήταν το τάγμα των Ναΐτών, το τάγμα των Ιωαννιτών και το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών.
Όλα τα τάγματα προέρχονταν από την Ευρώπη. Οι Ναΐτες φορούσαν άσπρη φορεσιά με κόκκινο σταυρό, οι Ιωαννίτες μαύρη φορεσιά με άσπρο σταυρό και οι Τεύτονες άσπρη φορεσιά με μαύρο σταυρό. Οι περισσότεροι Ιωαννίτες υπήρχαν στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, οι Ναΐτες στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ενώ οι Τεύτονες κυρίως στην ανατολική Ευρώπη.
Ο ιπποτισμός άφησε βαθιά ίχνη στην ιστορία και τη διαμόρφωση των ηθών. Ο ιππότης, φορέας του πνεύματος της δικαιοσύνης, μεγαλόψυχος, ικανός επιχειρηματίας αλλά και αφοσιωμένος στην εκλεκτή του, στην οποία αφιέρωνε τα κατορθώματά του, υπήρξε σε όλη την Ευρώπη ο ιδανικός τύπος της μεσαιωνικής κοινωνίας από τον 11ο μέχρι το 15ο αιώνα.
Όμως η μεγάλη δύναμη και αυτονομία που απέκτησε το Τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο δεν ήταν αρεστό σε συγκεκριμένους κύκλους εξουσίας που μέσω συκοφαντιών και δυσφημίσεων οδήγησε στην κήρυξη ως παράνομου και την (τουλάχιστον φανερή) πτώση του Τάγματος από τίς αρχές τού 1300 μχ. έως το 1500 μχ.
Όμως αυτή είναι η αρχή του όμορφου ταξιδιού σας στο Ιπποτισμό που θα σας θα σας δώσει την ευκαιρία να γίνεται άξια μέλη αυτού του ευγενούς αυτού Τάγματος.

2. Οι Ιωαννίτες Ιππότες – Ιππότες της Ρόδου και της Μάλτας

Τα στρατιωτικά ιπποτικά τάγματα ήταν χριστιανικές ομάδες και στην συνέχεια κοινότητες που αποτελούνταν από ιππότες. Η δημιουργία τους προέκυψε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα σε συνεργασία με τους Σταυροφόρους με στόχο τη προστασία των Αγίων Τόπων, των Σταυροφορικών Κρατών και της Ιβηρικής Χερσονήσου από τους Μουσουλμάνους επιδρομείς.
Oι απαρχές των στρατιωτικών ταγμάτων, που αμέσως μετά την ίδρυσή τους εξελίχθηκαν σε εξαιρετικά ισχυρούς οργανισμούς, με πλούτη και επιρροή συγκρίσιμα με αυτά ισχυρών βασιλείων, είναι αρκετά θολές. H ιδέα του “μοναχού-πολεμιστή” δεν ήταν γνωστή πριν από την εποχή τους και δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, πηγή έμπνευσής τους ήταν και οι επαφές με τους μουσουλμάνους και με τις ανάλογες σέχτες και οργανώσεις ιερών πολεμιστών (όπως οι Aσσασίνοι και κυρίως τα Pιμπάτ), που εκείνοι είχαν.
Oι νεόκοπες ηγεμονίες της Oυτρεμέρ που στα Γαλλικά σημαίνει “υπερπόντια κτήση” ήταν το γενικό όνομα που δόθηκε στα Σταυροφορικά κράτη που συστάθηκαν μετά την Α' Σταυροφορία. γέννησαν τα ιπποτικά τάγματα και τράφηκαν απ’ αυτά, ωστόσο, ταυτόχρονα ανάλογοι οργανισμοί γεννήθηκαν και στην άλλη άκρη της Mεσογείου, την Iβηρική, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη μία μνημειώδης προσπάθεια ανακατάληψης της χερσονήσου από τις χριστιανικές ηγεμονίες, η οποία ονομάστηκε Reconquista και ολοκληρώθηκε πλήρως μόλις στο κλείσιμο του 15ου αιώνα, όταν εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι.
Δύο ήταν τα σταυροφορικά τάγματα που διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στην προστασία των χριστιανικών κρατιδίων της Μέσης Ανατολής μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1099 από τα στρατεύματα της δυτικής Ευρώπης: το τάγμα των Ιωαννιτών ή Οσπιταλίων και το τάγμα των Ναϊτών ιπποτών. Το τάγμα των Τευτόνων ιπποτών, το οποίο ιδρύθηκε στα τέλη του δωδέκατου αιώνα κατά την Γ’ Σταυροφορία έπαιξε μικρότερο λόγο στην υπεράσπιση των σταυροφορικών κτήσεων και στην πολιτική ιστορία της εξεταζόμενης περιόδου.
Οι Οσπιτάλιοι Ιππότες ή Ιωαννίτες Ιππότες ή Ιππότες του Νοσοκομείου είναι η συνεκδοχική ονομασία του Ordo Hospitalis Sancti Johannis Hierosolymitani (λατιν., κατά λέξιν : «Τάγμα του Ξενώνα του Αγίου Ιωάννη του Ιεροσολυμίτη» και είναι επίσης γνωστοί ως ιππότες του Αγίου Ιωάννη των Ιεροσολύμων, της Ρόδου και της Μάλτας (Milites hospitalis S. Joannis Hierosolymitani)
Οι Ιωαννίτες (Οσπιτάλιοι) πήραν το όνομά τους από ένα ξενώνα (Hospes που στα λατινικά σημαίνει επισκέπτης ή φιλοξενούμενος ) που είχε κτιστεί για τους προσκυνητές απέναντι από τον Πανάγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα.
Το 1023 όταν η Ιερουσαλήμ βρισκόταν υπό την κατοχή του Χαλιφάτου των Φατιμίδων της Αιγύπτου, έμποροι από το Αμάλφι και το Σαλέρνο πήραν άδεια από τον χαλίφη Αλ-Ζαχίρ της Αιγύπτου να ιδρύσουν ένα μοναστήρι και μία εκκλησία αφιερωμένα στην Παρθένο Μαρία, κοντά στον Πανάγιο Τάφο. Επρόκειτο για την πρώτη εκκλησία του δυτικού καθολικού δόγματος στην περιοχή. Οι έμποροι αποφάσισαν ακόμη να ιδρύσουν και έναν ξενώνα για την περίθαλψη και τη φιλοξενία των χριστιανών προσκυνητών. Αναφέρεται ότι το κτίριο στο οποίο στέγασαν οι έμποροι το ίδρυμά τους ανήκε προηγουμένως σε ορθόδοξους Έλληνες, και ότι το παραχώρησαν σε Βενεδικτίνους μοναχούς με αντάλλαγμα να αφιερώσουν το ίδρυμά τους στον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα.
Ανεξάρτητα με την ιστορική ακρίβεια του προαναφερθέντος γεγονός, αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι το τάγμα του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα κάποια στιγμή μετά από την ίδρυση του σταυροφορικού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, μετονομάστηκε σε τάγμα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή.
O άνθρωπος που έθεσε τα θεμέλια του τάγματος και το ίδρυσε, ήταν μία μυστηριώδης φιγούρα των σταυροφοριών, ο “Eυλογημένος” Γεράρδος Θωμάς (Gerard Thom), που το 1100 ανέλαβε την προστασία του ξενώνα (νοσοκομείου) της Iερουσαλήμ και την περίθαλψη των ασθενών. Ο Gerard καθίδρυσε τον ειδικό κανόνα του τάγματος και καθιέρωσε ως περιβολή των Οσπιταλίων Ιωαννιτών το μαύρο ράσο με τον λευκό οκτάκομβο σταυρό στο στήθος. Tο Tάγμα του Aγίου Iωάννη, αναγνωρίστηκε με την παπική Bούλα Geraudo institutori ac praeposito Hirosolimitani Xenodochii το 1113, αλλά για πολλά χρόνια ήταν αμιγώς θρησκευτικό και με αποστολή ανθρωπιστική. Για το λόγο αυτό, το αναφέρουμε και δεύτερο στη σειρά, αφού έγινε ιπποτικό τάγμα, δηλαδή “στρατιωτικοποιήθηκε”, γύρω στο 1120 μχ παίρνοντας ως παράδειγμα το Τάγμα των Nαϊτών. του οποίου τη δομή και τους θεσμούς μιμήθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Oι Ιωαννίτες παρά τη μετεξέλιξή τους σε στρατιωτικό μοναστικό τάγμα, δεν παραμέλησαν και τα καθήκοντά τους ως νοσοκόμοι. Mεγαλούργησαν πλάι στους Nαΐτες σε πολλές από τις μάχες με τους μουσουλμάνους και δημιούργησαν μία πανίσχυρη και πλούσια οργάνωση. Καθώς το τάγμα αρχίζει να δέχεται δωρεές, κυρίως σε κτηματική περιουσία, και να ιδρύει ξενώνες και νοσοκομεία τόσο στη δυτική Ευρώπη, όσο και στην Ούτρεμερ, στις υπερπόντιες δηλαδή κτήσεις των σταυροφόρων. Το γνωστότερο φρούριό τους ήταν το περίφημο Κρακ των ιπποτών στη σημερινή Συρία.
Oι Ιωαννίτες εθεωρούντο πάντα πιο κοντά στο θρόνο της Γαλλίας από τα άλλα ιπποτικά τάγματα. O Φίλιππος και ο πάπας Kλήμης φαίνεται ότι είχαν εξασφαλίσει κάποια συναίνεση από τους Iωαννίτες ενόψει των σχεδίων τους για ένωση των δύο μεγάλων ιπποτικών ταγμάτων, τα οποία όμως δεν ευοδώθηκαν λόγω της αντίδρασης των Nαϊτών. Πάντως, τα μέλη του Tάγματος του Aγίου Iωάννη προέρχονταν από ολόκληρη την Eυρώπη, αλλά οι Γάλλοι ήταν η κυρίαρχη ομάδα. Eίναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή που το τάγμα είχε εγκατασταθεί στη Pόδο, από τις οκτώ “Γλώσσες” (εθνικές ομάδες εντός του τάγματος), οι τρεις ήταν γαλλικές (της Γαλλίας, της Προβηγκίας και της Aρβέρνης), δύο ισπανικές (της Aραγονίας και της Kαστίλης), ενώ υπήρχαν ακόμη η αγγλική, η ιταλική και η γερμανική. Oι Γλώσσες ήταν όχι μόνο οργανωτική μονάδα των στρατιωτικών δυνάμεων του τάγματος, αλλά εξυπηρετούσαν και το σκοπό της διαχείρισης της περιουσίας που είχε το τάγμα στις χώρες στις οποίες αναφερόταν κάθε Γλώσσα.
Ο αρχηγός κάθε γλώσσας ήταν επιφορτισμένος με ένα αξίωμα και όλοι οι αρχηγοί μαζί αποτελούσαν το Συμβούλιο, το οποίο λάμβανε τις σημαντικότερες αποφάσεις μαζί με τον Μεγάλο Μάγιστρο. Ο αρχηγός της γλώσσας της Προβηγκίας ήταν ο Μέγας Κομεντόρης, ο οποίος ήταν δεύτερος στην ιεραρχία και αντικαθιστούσε τον Μεγάλο Μάγιστρο όταν αυτός απουσίαζε. Διαχειριζόταν την περιουσία του τάγματος και ήλεγχε τις προμήθειες. Ο αρχηγός της Ωβέρνης κατείχε το αξίωμα του Μαρεσκάλδου, του στρατιωτικού δηλαδή διοικητή. Ο επικεφαλής της γλώσσας της Γαλλίας είχε το αξίωμα του Μεγάλου Ξενοδόχου και ήταν υπεύθυνος για το Νοσοκομείο. Ο άρχων της γλώσσας της Ιταλίας ήταν ο αμιράλης, ο ναύαρχος του στόλου. Ο επικεφαλής της γλώσσας της Αραγωνίας ήταν ο ντραπιέρος, υπεύθυνος δηλαδή για τον ιματισμό των ιπποτών. Το αξίωμα του Μέγα Τουρκόπουλου, ο οποίος ήταν ο διοικητής του ιππικού, το κατείχε ο αρχηγός της γλώσσας της Αγγλίας. Ο προϊστάμενος της γλώσσας της Γερμανίας ήταν ο ταμίας του τάγματος και αποκαλούταν Μέγας Μπαλής ή Τρεζουριέρης και, τέλος, ο αρχηγός της Καστίλης-Πορτογαλίας ήταν ο γενικός γραμματέας του τάγματος και αποκαλούταν Μέγας Αρχικαγκελάριος.
Από το 1259 φορούσαν μαύρο χιτώνα μόνο οι σεργέντες και οι ιππότες υιοθέτησαν τον κόκκινο χιτώνα με τον λευκό σταυρό. Επειδή όμως έτσι προκαλούταν σύγχυση στις μάχες με τους χιτώνες των δύο διαφορετικών χρωμάτων, από το 1278 ιππότες και σεργέντες φορούσαν στις μάχες κόκκινους χιτώνες και σε περιόδους ειρήνης μαύρους
Mετά τη διάλυση των Ναϊτών, η περιουσία των Iωαννιτών μεγάλωσε αρκετά, αν και το μεγαλύτερο μέρος των πολυάριθμων εκτάσεων που ανήκουν στον Nαό τις άρπαξαν ο Γάλλος βασιλιάς, ο πάπας, ανώτεροι ιερωμένοι και οι θρόνοι της Iβηρικής.
Mετά την απώλεια των Aγίων Tόπων, οι Ιωαννίτες αρχικά μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην Kύπρο, όπου είχε στήσει την ηγεμονία του ο οίκος των Λουζινιάν, από την εποχή που ο Γκυ ντε Λουζινιάν έχασε το θρόνο της Iερουσαλήμ που είχε καταλάβει με το γάμο του με τη Σίβυλλα.
H παρουσία των δύο μεγάλων ιπποτικών ταγμάτων (διότι στο ίδιο νησί είχε βρει καταφύγιο και η ηγεσία των Ναϊτών) στην Kύπρο, σε συνδυασμό με τους Λουζινιάν και τους Eλληνες κατοίκους του νησιού, δημιούργησε έναν εκρηκτικό συνδυασμό και οι Ιωαννίτες σύντομα κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο. Στο μυαλό της ηγεσίας τους είχε ωριμάσει μία σκέψη που θα αποδεικνυόταν κλειδί στην επιβίωση και μακροημέρευση του τάγματος: η απόκτηση μίας δικής τους ηγεμονίας. Oι Ιωαννίτες, ως αποτέλεσμα αυτού, κατόρθωσαν – αντίθετα με τους Nαΐτες – όχι μόνο να επιβιώσουν (εγκαταλείποντας, ωστόσο, τις τραπεζικές δραστηριότητες τις οποίες είχαν ξεκινήσει ορμώμενοι από την επιτυχία των Ναϊτών), αλλά να καταλάβουν ένα άλλο ελληνικό νησί, τη Pόδο. Στόχος των Iωαννιτών, τον οποίο και πέτυχαν, ήταν να καταστούν εντελώς ανεξάρτητοι από οποιαδήποτε κοσμική εξουσία και να δημιουργήσουν μία δική τους ηγεμονία, κάτι που κατάφεραν να κάνουν αποσπώντας τη Pόδο από την παρηκμασμένη Bυζαντινή αυτοκρατορία. Mαζί με τη Pόδο απέκτησαν τον έλεγχο μερικών ακόμη από τα Δωδεκάνησα, και τα άλλα κοντινά νησιά, Κω, Λέρο, Κάλυμνο, Νίσυρο, Χάλκη, Τήλο, Σύμη και Καστελλόριζο καθώς και του λιμανιού της Aλικαρνασσού στη μικρασιατική ακτή.
Δύο χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στη Ρόδο, άρχισε η μεγάλη δίωξη του τάγματος των Ναϊτών στη Γαλλία (όπου είχαν καταφύγει) με διαταγή του βασιλιά Φίλιππου Δ’ και με απόφαση του Πάπα Το τάγμα διαλύθηκε (1312) ως αιρετικό και όλη η περιουσία του δόθηκε στους Ιωαννίτες, (αν και το μεγαλύτερο μέρος των πολυάριθμων εκτάσεων που ανήκουν στον Nαό τις άρπαξαν ο Γάλλος βασιλιάς, ο πάπας, ανώτεροι ιερωμένοι και οι θρόνοι της Iβηρικής). Επίσης αρκετοί Ναΐτες εισχώρησαν στο τάγμα των Ιωαννιτών.
Μαζί λοιπόν με την περιουσία των Ναϊτών, οι Ιωαννίτες κληρονόμησαν και αρκετά στοιχεία από την αποκρυφιστική τους παράδοση. Ο τελευταίος Μάγιστρος των Ναϊτών De Molay με μυστικό διάταγμα είχε ορίσει ως διαδόχους του τάγματος τους Ιωαννίτες.
Στο «νησί των Ιπποτών, όπως είναι γνωστή η Ρόδος λόγω της παρουσίας των Ιωαννιτών, στα 210 και πλέον χρόνια που έμεινε υπό την κατοχή τους, γνώρισε αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα και οικονομική ακμή. Δημιούργησαν εντυπωσιακά οχυρωματικά έργα, μεταξύ αυτών και το εξαιρετικό κάστρο των Iπποτών, που αποτελεί ακόμη και σήμερα το σήμα κατατεθέν της Pόδου. Γενικά, η κληρονομιά των Iωαννιτών είναι ακόμη και σήμερα ζωντανή στο μεγάλο νησί του Nοτιοανατολικού Aιγαίου. Επίσης στη Ρόδο οι Ιωαννίτες ανέπτυξαν αξιόλογη πειρατική δράση στο Αιγαίο με τον ισχυρό στόλο τους παρενοχλώντας τους Οθωμανούς και αποτελώντας μία σφήνα στην διογκούμενη αυτοκρατορία των τελευταίων.

Αρχικά, υπήρχαν αντιδράσεις από τους Ροδίτες στην κυριαρχία των Ιωαννιτών στο νησί, για θρησκευτικούς κυρίως λόγους. Οι Ιωαννίτες επέβαλαν Λατίνο αρχιεπίσκοπο στο νησί, ενώ ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Ρόδου Ανδρέας Χρυσοβέργης πήρε μέρος στη Σύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-1439).

Στην ίδια Σύνοδο, παραβρέθηκε και ο Ορθόδοξος μητροπολίτης του νησιού Ναθαναήλ, ο οποίος και υπέγραψε τα πρακτικά της. Σύμφωνα μ’ αυτά, οι Έλληνες της Ρόδου και των άλλων νησιών, είχαν το δικαίωμα να ακολουθούν τις δικές τους θρησκευτικές παραδόσεις και να εκλέγουν τον θρησκευτικό τους ηγέτη, ο οποίος όμως ορκιζόταν πίστη στον πάπα και τον μέγα μάγιστρο του τάγματος.

Όμως, ενόσω οι Ιωαννίτες είχαν τον ναυτικό έλεγχο του Αιγαίου, η οθωμανική δυναστεία κατακτούσε σταδιακά τα παραθαλάσσια τμήματα της Ασίας. Το 1396 μια σταυροφορία με την υποστήριξη του Τάγματος τερματίστηκε οικτρά στη Νικόπολη. Μετά την αποτυχία αυτή κάθε ελπίδα ανακατάληψης των Αγίων Τόπων χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Το 1440 και το 1444 το νησί της Ρόδου πολιορκήθηκε από τον Σουλτάνο της Αιγύπτου, όμως οι ιππότες απώθησαν τις δύο επιθέσεις των επίδοξων κατακτητών.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ήταν φανερό ότι η Ρόδος θα αποτελούσε έναν από τους προσεχείς στόχους των Οθωμανών. Το 1454 τουρκικός στόλος λεηλάτησε τα παράλια του νησιού και το 1467 πολυάριθμα στρατεύματα που αποβιβάστηκαν από τριάντα γαλέρες, αποκρούστηκαν. Ήδη από όλη την Ευρώπη έφταναν Ιππότες για την αναμενόμενη μεγάλη πολιορκία.

Oταν οι Oθωμανοί κατέλαβαν τη Pόδο, το 1522, με τη δεύτερη μεγάλη πολιορκία, αφού η πρώτη (1480) ήταν αποτυχημένη (είχε προηγηθεί και η προσπάθεια των Aιγυπτίων να καταλάβουν τη Pόδο, το 1444), οι Ιωαννίτες δεν πτοήθηκαν Μετά από μία σύντομη περίοδο αμηχανίας κατά την οποία το τάγμα φιλοξενήθηκε αρχικά στην Κρήτη κατέφυγαν δυτικότερα, αρχικά στη Σικελία και στη συνέχεια κατόρθωσαν να αποκτήσουν την κυριότητα του νησιού της Mάλτας, το οποίο τους παραχωρήθηκε από τον πάπα Kλήμη και το βασιλιά της Iσπανίας.
Στη Mάλτα οι Oσπιταλιέροι έστησαν εκ νέου την ηγεμονία τους. Παράλληλα, η Mάλτα αποτελούσε για αιώνες το σταυροδρόμι του εμπορίου σκλάβων στη Δυτική Eυρώπη, αφού οι αιχμαλωτισμένοι μουσουλμάνοι πουλιόνταν ως δούλοι. Εκεί οι Οσπιτάλιοι συνέχισαν την πειρατική και σταυροφορική δράση τους κατά των Οθωμανών και νίκησαν αυτή τη φορά τον προαιώνιο αντίπαλό τους, Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, στην αποκαλούμενη Μεγάλη Πολιορκία του 1565, υπό την ηγεσία του χαρισματικού Ζαν Παριζό ντε λα Βαλέτ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι ιππότες εδραίωσαν την κυριαρχία τους στο νησί οχυρώνοντάς το κατάλληλα και χτίζοντας μία νέα πρωτεύουσα που ονομάστηκε Βαλέτα για να τιμήσει τον νικητή Μάγιστρο της Μεγάλης Πολιορκίας. Από τα μέσα όμως του δέκατου έβδομου αιώνα, παράλληλα με την εκπνοή του σταυροφορικού πνεύματος κατά του ισλάμ, το τάγμα περιήλθε σταδιακά σε φάση παρακμής,

H Mάλτα χάθηκε για το τάγμα το 1798, όταν ο Nαπολέων Bοναπάρτης, καθ’ οδόν προς την Aίγυπτο, την κατέλαβε στο όνομα της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Ακολούθησε άλλη μία περίοδος αμηχανίας και αναζήτησης νέου τόπου εγκατάστασης για τους ιππότες. Οι περισσότεροι φιλοξενήθηκαν στην Αγία Πετρούπολη από τον τσάρο της Ρωσίας Παύλο τον πρώτο, έως ότου το 1834 με έγκριση του Πάπα Πίου του έβδομου εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη.
Το 1961 το Τάγμα αναγνωρίστηκε από την Αγία Έδρα ως «Κυρίαρχο Στρατιωτικό, Νοσοκομειακό Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, της Ρόδου και της Μάλτας...προερχόμενο από τους Οσπιτάλιους του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ».
Το Τάγμα πρόσφατα εγκατέστησε ένα παράρτημα στη Μάλτα, μετά την υπογραφή ενός σχετικού συμβολαίου με την εκεί κυβέρνηση, με το οποίο του παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση του οχυρού Σαντ' Άντζελο για 99 χρόνια. Σήμερα, μετά την αναστήλωσή του, το οχυρό φιλοξενεί ιστορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, που σχετίζονται με το Τάγμα της Μάλτας.
Παρόλη την μακρόχρονη και εν μέσω αντίξοων συνθηκών ιστορία του, το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη και των Ιπποτών του, επιβίωσε διαμέσου των αιώνων και σήμερα υφίσταται ακόμη και υποστηρίζει τις ίδιες διαχρονικές αξίες.